- προσεκπίπτω
- Α [ἐκπίπτω]1. (για τα νεύρα και τις σάρκες) μαραίνομαι, νεκρώνομαι («τῶν νεύρων προσεκπεσουμένων», Ιπποκρ.)2. μτφ. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ («μυθῶδες τὸ πλάσμα καὶ εἰς πᾶν προσεκπῑπτον τὸ ἀδύνατον», Λογγίν.).
Dictionary of Greek. 2013.